Μία μέρα του Ιούνη,
ξεχασμένη από το φως του ήλιου.
Αυτή η μέρα πέθανε πια
κι εγώ παραδώθηκα δίχως μάχη.
Χωρίς καμμία εξήγηση
και δίχως να ρωτήσω το γιατί.
Την ημέρα εκείνη ακολούθησε μία νύχτα που δεν τελειώνει.
Μα δεν θέλω να κοιμηθώ ξανά,
γιατί φοβάμαι να ξυπνήσω.
Κάποια στιγμή προσπάθησα να πλέξω τις λέξεις μου με νότες,
μα απέτυχα.
Έπειτα προσπάθησα να δώσω στις σκέψεις μου χρώμα,
μα απέτυχα και πάλι.
Μα όταν, απελπισμένα έκλαψα για την αποτυχία μου αυτή,
είδα τα δάκρυά μου να γίνονται ένα με τα όνειρά μου
και να βαφτίζονται θλίψη μου.
Κάπως έτσι κι απόψε βρέθηκα να γράφω σε μία γραμμή πάνω δίχως περιθώρια.
Μόνος, ν'ακούω τις εικόνες και να βλέπω τις νότες που κανείς ποιητής,
ποτέ του δεν ζωγράφισε.
Φωνές που ακούει μόνο η καρδιά μου.
Κι εγώ ν'αφήνομαι σ'αυτήν την περίεργη μουσική για να με αγγίζει.
'Αφησα πια τα συναισθήματα να με κυριέψουν.
Να μεταφέρουν την ψυχή μου μακρυά.
Μακρυά στον κόσμο εκείνο,
όπου η ομορφιά σου συναντά πια το σκοτάδι της ημέρας μου.
Ένας κόσμος,
ο δικός μου,
ένα όνειρο φτιαγμένο από το χτες.
Μία καθημερινότητα που παρασιτεί απότο παρόν μου.
Μία ψυχή που ζει για την ελπίδα πως θα πεθάνει κάποτε στο αύριο.
Αλήθεια;
Θυμάσαι το χτες;
Τότε που κάθε ώρα και λεπτό έμοιαζε να κρατά μια μικρή αιωνιότητα;
Ήμασταν κάποτε τόσο νέοι και γεμάτοι ζωή.
Κανείς μας δεν ήταν έτοιμος για τον θάνατο.
Μα τώρα δεν ντρέπομαι να πω, πως το μαύρο που φοράς με κάνει και κλαίω σαν παιδί.
Δακρύζω με όσα δάκρυα έκρυβα μέσα μου,
νιώθοντας δυστυχισμένα μόνος μου σ'αυτόν τον κόσμο.
Ίσως τελικά ο θάνατος να ήταν αναγκαίος για να συλλάβω την αλήθεια του ανθρώπου.
Την δικιά σου.
Και άνοιξαν οι ουρανοί καθώς εγώ κοιτούσα τα μάτια σου.
Μέσα στο άπειρο κυπαρισσί τους,
εκεί που άφησα ένα κομμάτι από τον εαυτό μου.
Μα τα μάτια σου δεν θ'ανοίξουν ποτέ πια
και τα χείλη σου δεν θα τα σαλέψεις ξανά.
Τώρα πια βρίσκεσαι αλλού.
Με τα μάτια σου κλειστά
και βυθισμένη σ'έναν γαλήνιο ύπνο δίχως επιθυμίες.
Τώρα πια ταξιδεύεις στ'όνειρο που σε ταλάντευε από μικρή
και με την ήρεμη έκφραση κάποιας που δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά.
Έσκυψα και σε φίλησα για στερνή φορά,
αφήνοντας την θλίψη μου να σε οδηγήσει στο απόγειο μιας έκστασης διαφορετικής.
Ύστερα πέρασε και ο καιρός,
μα δεν σε ξέχασα.
Έκλεινα τα μάτια μου και έβρισκα το κορμί σου,
μα ήταν άπιαστο σαν κάποιο φαύλο αερικό.
Συνέχισα να γράφω στα πιο μελανά σύννεφα πως σε θέλω ακόμα,
μα έβρεχε πάντα ερημιά.
Μα τώρα το ξέρω πως δεν μου άνηκες ποτέ.
Γι'αυτό και έφυγες.
Είναι τόσο δύσκολο να στο πω.
Μα ήθελα μόνο να μάθεις πως όταν σ'έβλεπα να φεύγεις,
ήταν η πιο μεγάλη μου ημέρα.
Εκείνη η μέρα του Ιούνη,
η ξεχασμένη απ'το φως του ήλιου,
ήρθε και με βρήκε να κάθομαι μόνος μου σ'αυτήν την ειρηνική μοναξιά.
Ίσως κοιμισμένος μα ίσως και ξύπνιος.
Να βλέπω παλιές εικόνες.
Το παρόν μου να τρέχει προς το παρελθόν σου.
Το τώρα μου και το τότε σου να γίνονται ένα.
Και η αγάπη μου για εσένα να γίνεται πια ένα μακροσκελές αντίο.
Συγχώρεσέ με λοιπόν που τις λέξεις μου απρόσεχτα τις τοποθετώ στο χαρτί ετούτο επάνω.
Ήταν λέξεις που δεν θα έπρεπε ποτέ να γραφτούν.
Θα σ'αγαπώ πάντα