Μια άστερη νύχτα.
Με βρήκες καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού μας... -
«Με τρόμαξες. Γιατί δεν ανάβεις τα φώτα? Τι κάνεις στα σκοτεινά?», είπες.
-
«Έλα κάθισε δίπλα μου. Μην τ' ανάψεις...».
Αν τα άνοιγες και έβλεπα τα μάτια σου, πάλι θα δείλιαζα. Όχι .Σήμερα έπρεπε να τελειώσουν όλα και ας με πονάει.
-
«Τι έχεις?», με ρώτησες.
Δεν σου απάντησα . Ήθελα λίγο χρόνο ακόμη να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη.
-
«Συγνώμη βρε μωράκι μου, το ξέρω ότι άργησα πάλι και ότι ακυρώσαμε το δείπνο μας στο εστιατόριο αλλά δεν γινόταν αλλιώς . Έπρεπε να είμαι σε αυτό το συμβούλιο» , μου δικαιολογήθηκες αφελέστατα , πιστεύοντας ότι δεν μιλάω γιατί με είχε πειράξει αυτό. Πόσο λίγο με ήξερες τελικά...
Πήρα μια βαθιά ανάσα κι λέξεις ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος από μέσα μου.
-
«Πως φτάσαμε ως εδώ? Γίναμε δυο ξένοι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Δεν μιλάμε πια , το ξέρεις? Λέμε πλέον τα τυπικά. Πρώτα ξενυχτούσαμε συζητώντας όλη νύχτα αγκαλιά . Έπαψες πια να με αγγίζεις. Κάθε φορά που πάω να σε πλησιάσω , απομακρύνεσαι σαν να φοβάσαι μην κολλήσεις κάποια μεταδοτική ασθένεια. Ξέρεις πόσο καιρό έχουμε να κάνουμε έρωτα? Να νιώσω την ανάσα σου πάνω στο κορμί μου? Πες μου τι πήγε στραβά? Γιατί απομακρυνθήκαμε? Ακόμα και τώρα νιώθω ότι είσαι εδώ και δεν είσαι. Με καταλαβαίνεις? Όχι δεν σε κατηγορώ , πως θα μπορούσα άλλωστε, απαντήσεις γυρεύω...»
Σε είδα που έσκυψες το κεφάλι σαν μικρό παιδί που το μάλωναν. Πρώτη φορά στη ζωή μου που παρακαλούσα το Θεό να έχω πέσει έξω . Περίμενα να με βεβαιώσεις ότι όλα αυτά είναι αποκυήματα τις φαντασίας μου... Η σιωπή σου όμως , μου έλεγε όσα δεν ήθελα να ακούσω.
Έψαξες στην τσέπη σου και έβγαλες το πακέτο με τα τσιγάρα σου . Έβγαλες ένα και το άναψες. Για μια μικρή , απειροελάχιστη στιγμή , όταν η φωτιά φώτισε το πρόσωπο σου , σκέφτηκα ότι ίσως έπρεπε να συνεχίσω να προσποιούμαι ότι όλα πάνε καλά. Τότε ίσως κανένας δε θα πληγωνόταν σωστά? Λάθος...
Ξεφύσηξα και έφερα τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου. Ακούμπησα το κεφάλι μου επάνω στα γόνατα και τα αγκάλιασα , καταπνίγοντας την επιθυμία να βάλω πίσω στη θέση του , αυτό το μικρό τσουλούφι που έπεφτε στο κούτελό σου.
-
«Δώσε μου και εμένα ένα», σου είπα.
Σήκωσες το κεφάλι , με κοίταξες με φανερή περιέργεια και μου πρόσφερες.
-
«Το έχω ανάγκη απόψε» , σου είπα και χαμογέλασα θλιμμένα.
Εστίασα όλες τις αισθήσεις μου στον καπνό που έμπαινε μέσα μου . Τον ένιωσα να κυλάει στο λαιμό μου και στο στήθος μου και ένιωσα να δρα η νικοτίνη στον οργανισμό μου και να με ηρεμεί . Ξεφύσηξα βήχοντας σπασμωδικά για ένα με δύο λεπτά . Με την δεύτερη ρουφηξιά ένιωσα καλύτερα...νομίζω άρχισα να το συνηθίζω. Τελικά όλα μια συνήθεια είναι...
-
«Δεν ξέρω πως φτάσαμε ως εδώ . Αλήθεια δεν ξέρω. Σε έβλεπα κάθε μέρα να φεύγεις σαν νερό από τα δάχτυλα μου και δεν έκανα τίποτε για να σε σταματήσω. Έκλεινα τα μάτια μου και τα αυτιά μου και έλεγα πως όλα είναι εντάξει. Λες να μην είχα καταλάβει ότι έφυγε το χαμόγελο από τα μάτια σου? Το είχα. Γι' αυτό έπαψα πια να σε κοιτάζω. Έπαψα πια να σ' αγγίζω , όχι γιατί δεν σε ήθελα αλλά γιατί σιχαινόμουνα τον εαυτό μου. Ήξερα ότι είσαι δυστυχισμένη , το έβλεπα, και εγώ σε κρατούσα με αλυσίδες. Γι' αυτό με τιμωρούσα. Και ας σηκωνόμουνα τα βράδια κάθιδρος , γεμάτος επιθυμία βλέποντας σε να κοιμάσαι ημίγυμνη στο πλευρό μου . Με πονούσα που σε πλήγωνα και το απολάμβανα με ένα διεστραμμένο τρόπο. Κάθε πρωί σηκωνόμουνα και μαζί με το παλτό μου φορούσα και το φόβο ότι αυτή η ημέρα θα έρθει. Κάθε βράδυ που γυρνούσα σπίτι και σε έβλεπα να βουλιάζεις όλο και πιο πολύ στις σκέψεις σου, αλλά να μην μιλάς , ξεφυσούσα με ανακούφιση. Σήμερα όμως πριν μιλήσεις κατάλαβα... Δε με κατάλαβες, γιατί ήσουν βυθισμένη στις σκέψεις σου, αλλά σε παρακολουθούσα ώρα πριν σου μιλήσω. Το φεγγάρι έπεφτε πάνω σου και σε έκανε να μοιάζεις με πλάσμα απόκοσμο... Ίσως αυτό να είσαι τελικά γι' αυτό δεν μπορώ να σε κρατήσω..»
-«
Ξέρεις πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν μιλούσαμε, αν λέγαμε αυτά που αισθανόμασταν , όπως τώρα, και δεν κρυβόμασταν πίσω από τους φόβους και τους εγωισμούς μας?», σου είπα κοιτώντας σε στα μάτια.
-
«Και τώρα , τι κάνουμε? Πες μου», με ρώτησες.
-
«Πάντα άφηνες εμένα να παίρνω τις πιο σημαντικές αποφάσεις στη ζωή σου, ακόμη και τώρα. Ποτέ δεν διεκδίκησες . Ποτέ δεν πήρες μια πρωτοβουλία. Ποτέ δεν είπες όχι ,απλά αποδεχόσουν. Ίσως αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος μου , δε σε άφησα να μεγαλώσεις. Ας είναι , για μία τελευταία φορά ...Τώρα θα σταματήσεις το μπουσούλημα , θα στηριχτείς στα δυο σου πόδια και θα περπατήσεις μόνος σου για πρώτη φορά».
-«
Κι αν πέσω?», με ρώτησες.
-
«Αν πέσεις θα σηκωθείς, θα τινάξεις τα χώματα από το παντελόνι σου και θα συνεχίσεις την πορεία σου».
-«
Έπαψες πια να μ' αγαπάς?», με ρώτησες.
-
«Σ' αγαπάω , μα έχω περισσότερο ανάγκη να αρχίσω ν' αγαπώ και πάλι εμένα. Μην ανησυχείς , όλα θα πάνε καλά.
-
«Ναι , το ξέρω...το χαμόγελο ξαναγύρισε στα μάτια σου...»