Στον κόσμο μου βλέπω μαύρες φτερωτές οφθαλμαπάτες. Ονειρικά πλάσματα απ'το παρελθόν που με επισκέπτονται. Κι εγώ, Ένα παιδί που τα μάτια του κλείνει στο φως του ζωοδώτη Ήλιου. Σαν άγγελος σε νεκρό παράδεισο μοιάζω να είμαι. Με το πρόσωπο μιας παλιάς σάρκας. Το κεφάλι μου μια βλασφημία. Για κορμί μου μία παραφροσύνη και τα πόδια μου μια φρίκη. Στο δωμάτιό μου κοιτώ σε τι ρυθμό χορεύει η μοναξιά μου. Ακούω τη σιωπή να μου τραγουδά σιγανά τις λέξεις. Εκείνες που δεν μου έδωσαν ποτέ το προνόμιο να μιλώ για την αγάπη. Που αδικούν τόσο, όταν σιωπούν. Που με πληγώνουν όταν ακούγονται από ξένα χείλη. Που πεθαίνουν, όταν αδυνατούν να δώσουν ζωή και χρώμα στον πένθημο και διάφανό μου κόσμο. Εξάλου η ιστορία τους δεν γράφεται από έναν ηττημένο σαν εμένα. Σήμερα τα όνειρά μου ξημέρωσαν και πάλι, σε λασπωμένους δρόμους και τα μάτια που τα έβλεπαν, γέρασαν, προσμένοντας μία απάντησή τους...