1). ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ


Είχες πάντα μέλισσες στη γύρη σου και δροσιά στα πεταλά σου,
ο ήλιος άφηνε για σένα δυο ηλιαχτίδες να λάμπεις στ'αφέγγαρα τα βράδυα.

'Οσοι περνούσαν δίπλα σου σκύβανε ηδονικά να σε μυρίσουν,
το χώμα σου ποτέ δε λάσπωνε και τ'αερικά με τραγούδια σε ποτίζαν.

Σ'άρεσε να σ'αγαπάνε και να σ'αγγίζουν και να σε μυρίζουν,
κι όσους σ'ευχαριστούσαν τους χάριζες απο ένα πέταλο σου ...

Κάποια μέρα όμως ο ήλιος δεν ανέτηλλε κι άρχισες να κρυώνεις,
κρύωνες τόσο πολύ που άρχισες να διψάς και να ξεραίνεσαι.

Φώναζες δυνατά για νερό και άρχισες να ερωτεύεσαι τα σύννεφα,
σύνεφφα άστατα χωρίς έκφραση ... σωτήρες σου τα έβλεπες.

Κι αυτά αρχίσαν να βρέχουν ένα-ένα με τη σειρά τους πάνω απο σένα,
και χαμογελούσες γιατί είχες βρεί αυτο που τόσο καιρό σου έλειπε...σύννεφα!

Μα κάποτε ξαναβγήκε ο ήλιος κι έδιωξε το κρύο,έδιωξε την ματαιότητα
και το φώς του σε βρήκε λασπωμένη και μ'όλα σου τα πέταλα σ'άλλους δωσμένα.

Μ'ένα μόνο πέταλο τώρα έστεκες στις λάσπες και δίχως γύρη στο άνθος σου,
κανέις δε σε μύριζε,κανείς δε σ'ερωτευόταν,κανείς ηλιαχτίδες δε σου χάριζε.

Είχες μείνει μόνη,είχες νοιώσει πως δινόσουν σ'αυτούς που δεν θα σου δίναν,
αναρωτιόσουν γιατί σου πήρε τόσο καιρό να νοιώσεις πως αυτοκαταστρεφόσουν..

'Εκλαιγες...έκλαιγες πολύ και τα δάκρυα σου καίγανε ό,τι σου ειχε απομείνει,
και τ'απομεινάρια σου τα πατούσαν όσοι καποτε αλόγιστα τους δινόσουν...

Τα δάκρυα σου μαζευόντουσαν στο πέτρινο χώμα,και συ τότε έσκυψες να τα δείς
και είδες πως είσουν ένα λουλούδι κι αναρωτήθηκες ποιός σε έκανε λουλούδι.

Είχες αρχίσει να θυμάσαι πως ήσουν ένας τσακισμένο κλωνάρι γιασεμιού,
και σ'έκοψε κάποιος που δεν ήθελε να τσακίζεσαι απο πόνο κι εγκατάλειψη.

Σε πήρε απο κει, σ'ανέστησε για να σ'ερωτευτεί και σ'ερωτεύτηκε για να σ'αγαπήσει
σ'αγάπησε πολύ οχι γιατί εισουν γιασεμί αλλά γιατί σε είχανε λυγίσει τα λάθη σου..

Σε φύτεψε και σ'έκανε λουλούδι για να μήν κρέμεσαι απο πουθένα.
μα εσένα κάποτε η γύρη σου σε μέθυσε και τον ξέχασες και χάθηκε..

Χάθηκε όσο μακρυά μπορούσε να χαθεί κάποιος που αγαπούσε...
στεκόταν πάντα κρυμμένος απο πίσω σου γιατί δε σταμάτησε στιγμή να σε λατρεύει.

Προτού τελειώσεις όμως το γύρισμα στο χρόνο, άπλωσε τα ζεστά του χέρια και σ'έκοψε
σε φίλησε με πόνο και λαχτάρα και σε μεταμόρφωσε σε αγάπη.

Απο τότε σε κρατούσε συνέχεια στην αγκαλιά του,
και δεν χρειαστηκές ποτέ να σε ποτίζουν άλλοι τραγούδια και να σου χαρίζουν ηλιαχτίδες.

Εμείνες παντά μέσα του γιατί εκεί καταλαβές πως ήταν η καρδιά του,
η καρδιά που δεν επάψε να σ'αγαπάει γιατί σ'αγάπησε οτάν σε πονάγαν άλλοι.

Μα κι εσύ..κι εσύ όνειρο μου είσουν και πάλι πέρασε το βράδυ και πάλι ξύπνησα,
και πάλι δεν σε βρήκα δίπλα μου.. και πάλι ευχήθηκα τ'όνειρο μοναχικό να ήταν

Ακόμα αφήνεις να σου παίρνουν τα πέταλα σου..ακόμα τα χέρια μου ζεστά ειναι....