ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ.

Η Γκροσιάνα Ντελ Φερνόβ (Grotiana Del Fernove) ήΆννα, μία καταξιωμένη Ρουμανο-αμερικανή ηθοποιός και σεναριογράφος παίρνει τηνμεγάλη απόφαση μετά από κάποια σειρά τραυματικών γεγονότων να εγκαταλείψει τηΝ. Υόρκη, για να συνεχίσει τη ζωή της και να εγκατασταθεί στην γενέτειρα τουπατέρα της στη Ρουμανία στην Τρανσυλβανία, διακόσια χιλιόμετρα βορειοδυτικά απότο Βουκουρέστι όπου και μεγάλωσε. Θέλει να αποτραβηχτεί από τα φώτα τηςδημοσιότητας και γι' αυτό καταφεύγει στη γραφή σεναρίων και μόνο. Πάντα στοπλευρό της την συντροφεύει ο αρραβωνιαστικός και μέλλον σύζυγος της ο Ρόμπ(Robert Sanielo) όπου την ακολουθεί σε κάθε της βήμα και την στηρίζει στιςαποφάσεις της αλλά και στην ζωή όσο κανείς άλλος.

 

Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο αμέσως αισθάνθηκα
κάτι το διαφορετικό. Ίσως ένιωθα ότι η ζωή μου δεν θα ήταν η ίδια από εδώ και
πέρα κι ότι θα γινόταν κάτι το οποίο θα μου άλλαζε ριζικά την ζωή. Όσο ο Ρόμπ
ήταν απασχολημένος με την παραλαβή των αποσκευών μας εγώ έβγαλα το χάρτη και
προσπάθησα να εντοπίσω τη διαδρομή που επρόκειτο να κάνουμε. Αν και είχα ζήσει
τα παιδικά μου χρόνια στη Ρουμανία και την γνώριζα καλά ήταν πολύ εντυπωσιακό
πόσο είχε αλλάξει μέσα σε μερικά χρόνια.

 

Κάποιος με πλησιάζει με ένα αμάξι. Δεν φαίνεται
καθαρά το πρόσωπό του καθώς η αντανάκλαση του ήλιου χτυπάει το τζάμι. Ήταν ο κ.
Πίτερ, ο πιστός υπηρέτης του παππού. Έμενε στο μικρό σπιτάκι δίπλα στην αποθήκη
των εργαλείων στο κήπο. Ο παππούς επειδή έφευγε συχνά από το σπίτι το  εμπιστευόταν
στον κύριο Πίτερ. Τον γνώριζε καλά και τον ένιωθε σαν μέλος της οικογένειας. Θα
έλεγε κανείς ότι ήταν περισσότερο σαν αδέρφια παρά σαν αφέντης και εργάτης.

 

 

 

Η διαδρομή ήταν όμορφη. Επειδή ο Ρόμπ ερχόταν
για πρώτη φορά στη Ρουμανία είχε πολύ περιέργεια να δει τον τόπο που γεννήθηκα,
πως έζησα και πού έπαιζα.

 

«Ήρθατε σε πολύ καλή περίοδο, έχει ωραία μέρα
και ο ήλιος σπάει την υγρασία λες και σας λέει καλώς ήλθατε.» Συνήθως ο ουρανός
καλύπτεται από σύννεφα έχοντας πολύ κρύο και είτε θα βρέχει είτε θα έχει ομίχλη
σαν το γλυκό πρωινό πούσι.»

 

Ωστόσο τη στιγμή που προσγειώθηκε το αεροπλάνο
μέχρι και το Μπρασώφ, ένα χωρίο πριν τον προορισμό μας, η θερμοκρασία δεν έλεγε
να πέσει. Φυσιολογικά, τέτοια εποχή δεν τολμάς να κυκλοφορήσεις έξω χωρίς μια
ζακέτα ή έστω ένα μακρυμάνικο μπλουζάκι.

 

-

 

Βλέπω φτάνουμε. Σε λίγο θα ήμαστε εκεί. Ο δρόμος
αυτός μου φαίνεται πολύ γνώριμος.

 

-

 

Μόλις περάσαμε μια ταμπέλα που έγραφε
«Μπράν,12χιλ».

 

-

 

Ναι έτσι λέγεται. Θα δεις τώρα και το σπίτι όπου
μεγάλωσα.

 

 

 

Να το. Το βλέπεις; Αυτό εκεί είναι με το πέτρινο
τοίχο.

 

Δεν ήταν ένα απλό και συνηθισμένο σπίτι. Από την
στιγμή που το είδα μετά από τόσα χρόνια κι ας το γνώριζα στην όψη ήταν σαν
πρώτη φορά. Με δύο μόνο αγάλματα στην πύλη να σε υποδέχονται ο κήπος ήταν μια
μεγάλη έκταση που είχε γεμίσει αγριόχορτα στο ύψος ενός αυτοκινήτου. Την πόρτα
του σπιτιού μόλις που μπορούσες να την διακρίνεις ανάμεσα από τις φυλλωσιές. Το
σπίτι ήταν ψηλό και με δυο πατώματα πέρα απτή σοφίτα. Είχε έντονες γωνίες και
κορυφές στα πλάγια όπως όλα τα παραδοσιακά σπίτια. Αυτό όμως που το χαρακτήριζε
ήταν το δέος και ο τρόμος που κυρίευαν την ψυχή σου όταν στεκόσουν και το
κοιτούσες, σαν να ήταν έτοιμο να σε καταπιεί και να σου αποκαλύψει τα μυστικά
που έκρυβε. Αλλά αυτό ας το αφήσουμε για αργότερα.

 

Μόλις παρκάραμε το αμάξι και περάσαμε τις πύλες,
τα μόνο πράγμα που μαρτυρούσε ότι ζούσε άνθρωπος εκεί ήταν ένα δρομάκι το οποίο
οδηγούσε από τον δρόμο ως στο σπιτάκι όπου έμενε ο κος Πίτερ.

 

-

 

Συγγνώμη μα δεν μένετε μέσα στο σπίτι ποιά;

 

-

 

Δεσποινίς Άννα αυτό το σπίτι ανήκε στον παππού
σας και μόνο εκείνος μπορεί να μου επιτρέψει να μπω μέσα.

 

Δεν μπορούσα να καταλάβω τον συλλογισμό του.
Ίσως το μέγα της ηλικίας του τον είχε κάνει να χάσει τα λογικά του καθώς και η
μοναξιά από τότε που χάσαμε τον παππού. Θα πρέπει σίγουρα να του στοίχισε.

 

Αμέσως σκέφτηκα τον παππού μου και τί θα έκανε
εκείνος.

 

-

 

Σας παρακαλώ περάστε και κάντε μας μια ξενάγηση
να δει και ο άντρας μου το σπίτι, και μπορείτε να φέρετε και τα πράγματά σας
στο δωμάτιο της υπηρεσίας.

 

Έριξε μια ματιά στον Ρόμπ με την άκρη του ματιού
του σαν να μην του άρεσε που ήταν μαζί μου και προχώρησε μπροστά. Δεν μπορώ να
πω ότι μου φάνηκε λογική ή συμπεριφορά του, ούτε και η αναμενόμενη. Αυτός ο
άνθρωπος είχε ζήσει τα τελευταία χρόνια μέσα στη μοναξιά άρα ίσως και να ήταν
λογική η αντίδρασή του. Δεν ξέρω.

 

Όταν πέρασα το κατώφλι του σπιτιού ένα παράξενο
αεράκι από το πουθενά φύσηξε και με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη. Φαίνεται ότι
ο κος Πίτερ δεν μας έλεγε την πλήρη αλήθεια όταν είπε πως δεν μπαίνει στο
σπίτι. Τα έπιπλα, το πάτωμα ακόμα και οι πολυέλαιοι άστραφταν από καθαριότητα.
Ξέρω πως φαίνεται παράξενο καθώς ένα σπίτι σκονισμένο με ιστό αράχνης σε κάθε
γωνία με σκιές στους τοίχους θα ταίριαζε καλύτερα σε ένα τέτοιο σενάριο, αλλά
έτσι ήταν.

 

-

 

Το δωμάτιό μας πού βρίσκεται κύριε Πίτερ; Ρωτάει
ο Ρόμπ.

 

-

 


Αφήστε σε μένα να του το δείξω. Ανυπομονώ να δω
κάθε χιλιοστό του σπιτιού.

 

-

 

Προσέχετε που πηγαίνετε δεσποινίς. Σας έχω
ετοιμάσει ήδη το δωμάτιό σας.

 

 

 

Η Άννα οδήγησε τον Ρόμπ στην κρεβατοκάμαρά τους.
Ήταν πραγματικά πολύ όμορφη και εκθαμβωτική. Επενδυμένη με ακριβά και

 

«βαριά» έπιπλα να κοσμούν το χώρο κι ένα
υπέρ-διπλό κρεβάτι με το πιο μαλακό στρώμα σε παρακινούσε να ξαπλώσεις και να
απολαύσεις τον ύπνο σου καμαρώνοντας το περιβάλλον γύρω.

 

-

 

Ποιος είναι αυτός; Ρωτάει ξανά ο Ρόμπ δείχνοντας
μια προσωπογραφία στο προσκέφαλο του κρεβατιού πάνω από το κομοδίνο.

 

-

 

Αυτός είναι ο παππούς μου.

 

-

 

Πολύ μούρη ο τύπος. Μου αρέσει, έχετε το ίδιο
βλέμμα.

 

Καμία σχέση. Ο παππούς μου είχε πάντα ένα
επιβλητικό ύφος και καμιά φορά άγριο, τόσο άγριο που δεν τολμούσες ούτε καν να
του μιλήσεις. Το μουστάκι που είχε του προσέδιδε κύρος και μια επιπλέον

 

«αγριάδα».

 

 

 

Βγήκα από το δωμάτιο και διέσχισα τον διάδρομο.
Χιλιάδες αναμνήσεις κατακλύζουν το μυαλό μου καθώς προχωράω. Κατεβαίνοντας τη
σκάλα είδα τον κύριο Πίτερ να βγαίνει από την πόρτα του κελαριού. Αμέσως
θυμήθηκα αυτό που μας είπε με τον Ρόμπ όταν πηγαίναμε στο δωμάτιο.

 

«Προσέχετε πού πηγαίνετε» Γιατί να το 'πε αυτό;
Αμέσως μου ήρθε στο μυαλό ένα συμβάν πριν πολλά χρόνια όταν ήμουν μικρή εδώ σε
αυτό το σπίτι. Έπαιζα με τις κούκλες μου στο διάδρομο μπροστά από την ανοιχτή
πόρτα του κελαριού. Ξαφνικά, πέφτει το φιογκάκι της κούκλας μου και με ένα
φύσημα του αέρα από το ανοιχτό παράθυρο κατρακυλάει στη σκάλα. Κατέβηκα για να
το πιάσω και μόλις σήκωσα το κεφάλι μου αντίκρισα ένα παράξενο θέαμα. Ένα
μεγάλο πορτραίτο ενός τρομακτικού κυρίου όπου γύρω υπήρχαν κεριά αναμμένα και
μια παράξενη ατμόσφαιρα. Υπήρχαν σταυροί κρεμασμένοι στους τοίχος και κάτι σαν
μια περγαμηνή τοποθετημένη μπροστά από ένα μεγάλο κασόνι. Το μόνο που θυμάμαι
ήταν ότι είχα τρομάξει αρκετά και ότι το μόνο που άκουγα ήταν ένας περίεργος
χτύπος. Νόμιζα πως ήταν η καρδιά μου αλλά μετά κατάλαβα ότι ερχόταν από ένα
ρολόι. Ένα ρολόι το οποίο δεν ήταν διόλου συνηθισμένο. Ένιωσα να έχει στεγνώσει
το στόμα μου από το κρύο και να έχω μια περίεργη γεύση στο στόμα από την
τρομάρα. Ο παππούς μου όμως εμφανίστηκε ξαφνικά και με οδήγησε πίσω στο δωμάτιό
μου. Μου εξήγησε ότι του άρεσε να ασχολείται με επισκευές παλαιών αντικειμένων
και ότι τα κεριά ήταν απλός ένας φωτισμός φιλικός για την όραση του. Ήταν η
μόνη φορά που μου είχε φωνάξει ο παππούς μου. Δεν είχα βγει από το δωμάτιό μου
εκείνη την ημέρα.

 

 

 

Έτρεξα να προλάβω τον Πίτερ που κατευθυνόταν
στην κουζίνα.

 

-

 

Έγινε κάτι δεσποινίς;

 

-

 

Όχι, τίποτα όλα είναι τέλεια.

 

-

 

Το δωμάτιό σας, σας άρεσε;

 

-

 

Είναι πραγματικά υπέροχο.

 

-

 

Εγώ ο ίδιος το έφτιαξα για εσάς.

 

-

 

Σε ευχαριστώ πολύ... Πίτερ, θα ήθελα να σε
ρωτήσω.

 

-

 

Ό, τι θέλετε κυρία.

 

-

 

Βλέπω τα έχεις φροντίσει όλα εδώ στο σπίτι,
έχεις κάνει προετοιμασία.

 

-

 

Αλίμονο, έπρεπε να βάλω τα πράματα σε τάξη.

 

-

 

Ναι, όντως. Στο κελάρι μπήκες καθόλου, να
καθαρίσεις;

 

Ξαφνικά σταμάτησε για λίγο τη δουλειά του και
απάντησε.

 

-

 

Όχι κυρία. Το κελάρι είναι όπως το άφησε ο
παππούς σας. Όλα του τα πράγματα είναι ακόμα εκεί.

 

Μου ήταν αδύνατον να τον πιστέψω. Δεν μπορούσα
να δεχτώ ότι ο Πίτερ θα έμπαινε σε ένα δωμάτιο και θα μπορούσε να αφήσει βρώμα
και παλιά πράγματα αδιαφορώντας γι' αυτά.

 

Έτρεξα στον Ρόμπ, Του μίλησα για τον
προβληματισμό μου και μου είπε πως μπορεί να ήταν απλά λάθος η άποψη μου για
εκείνον. Εκείνη την ημέρα ήμουν πραγματικά πολύ κουρασμένη και πολύ πιθανόν να
ήταν παιχνίδια του μυαλού μου, για αυτό δεν έδωσα άλλη σημασία.

 

 

 

Η ώρα είχε πάει 23:30μμ. Είχαμε ανάψει το τζάκι
και καθόμουν εγώ και ο Ρόμπ αγκαλιά στην μακριά καφέ φλοκάτη με μια κουβέρτα
στους ώμους. Ο Πίτερ είχε καθίσει στην πολυθρόνα και είχε στα χέρια του ένα
φλιτζάνι τσάι.

 

-

 

Αύριο που θα έρθουν οι μεταφορείς θα έχουμε πολύ
δουλειά να κάνουμε.

 

-

 

Δεν νομίζω Άννα μου, το σπίτι έχει σχεδόν όλες
τις ανέσεις και τα έπιπλα είναι ακριβά και καλά συντηρημένα. Προτείνω να τα
κρατήσουμε και τα δικά μας όσα δεν τα χρειαζόμαστε να τα πάμε στην αποθήκη.

 

-

 

Πολύ καλή ιδέα, αν και δεν έχει αποθήκη το σπίτι
εκτός από το κελάρι ή αλλιώς την σοφίτα.

 

-

 

Με όλο το σεβασμό κυρία αλλά δεν νομίζεται ότι
είναι κακή ιδέα να πειράξετε το κελάρι; Δεν θα άρεσε αυτό στον παππού σας.

 

-

 

Μα ο παππούς της δεν ζει πια, άρα ποιός ο λόγος
να μην πετάξουμε κάποια πράγματα από εκεί. Άλλωστε αποθήκη είναι, δεν θα έχει
πολλά πράγματα αξίας, ίσα-ίσα θα έχει ασήμαντα πράγματα.

 

-

 

Στην κυρία απευθύνθηκα κύριε, και με συγχωρείτε
αλλά κάνετε λάθος. Ο κύριος Φερνόβ ποτέ δεν θα κρατούσε ασήμαντα πράγματα.
Αντιθέτως πετούσε ο ίδιος ότι δεν το χρειαζόταν και κρατούσε πάντα τα ουσιώδη
και ότι τον ενδιέφερε και πίστευε ότι θα του ήταν χρήσιμο.

 

-

 

Εντάξει Πίτερ νομίζω ότι έχεις δίκιο. Θα ήθελα
να μου δώσεις τα κλειδιά του κελαριού για να μπορέσω εγώ η ίδια να εκτιμήσω τα
πράγματα του παππού.

 

Εν τέλει μετά από τόσα χρόνια δεν νομίζω να
δουλεύουν τα πράγματα του παππού ακόμα.

 

Γεμάτος απορία ο Πίτερ με κοιτάει σαν να μην
καταλάβαινε για ποια πράγματα έλεγα. Προφανώς αναφερόμουν στα παλιά ρολόγια που
κατασκεύαζε ο παππούς μου που ενδεχομένως να βρίσκονταν ακόμα εκεί. Ήθελα να δω
αν θα το σχολίαζε προδίδοντάς μου ότι είχε κατεβεί κάτω και είχε αντικρίσει κι
εκείνος το ίδιο θέαμα με μένα.

 

Ο Πίτερ σηκώθηκε από την πολυθρόνα και είδε την
ώρα στο μεγάλο ρολόι του χολ.

 

-

 

Σαν προτείνω κυρία να ξαπλώσετε σε λίγο, η ώρα
πλησιάζει 24:00μμ. Και τίποτα ζωντανό δεν κυκλοφορεί στο χωριό τέτοια ώρα.

 

Ομολογώ πως ακούστηκε λίγο μακάβριο αυτό. Το
ίδιο μου είπε και ο Ρόμπ καθώς σηκώθηκε και έγνεψε να πάμε στο δωμάτιο. Ήμουν
σχεδόν σίγουρη ότι ο κύριος Πίτερ, αυτός ο κύριος με τα περιποιημένα ρούχα, το
μεγάλο κούτελο και τα κοντά γυαλιστερά μαλλιά που ερχόταν πάντα και μου έφερνε
ζεστό γάλα στο κρεβάτι πριν κοιμηθώ, είχε αρχίσει να τα χάνει. Ούτε στιγμή δεν
μου πέρασε από το μυαλό να τον διώξω ή να του πω να μείνει κάπου αλλού. Ήξερα
πως μετά τον χαμό του παππού θα του έδινε μεγάλη χαρά η αντάμωσή μας.

 

 

 

Τικ-Τακ, τικ-τακ, τικ-τακ. Ένας χτύπος ρολογιού
έφτασε στα αφτιά μου. Άνοιξα τα μάτια μου και μόλις που μπορούσα να διακρίνω
μέσα στο σκοτάδι το μικρό καντηλάκι που ακτινοβολούσε στο διάδρομο. Γυρνάω
βλέπω την ώρα

 

«00:30». Τι να ήταν αυτό; Σηκώνομαι, τυλίγω
στους ώμους την ρόμπα μου και βγαίνω στο διάδρομο. Προσπαθούσα να καταλάβω από
πού ερχόταν αυτός ο ήχος. Δεν υπήρχαν ρολόγια στο σπίτι πέρα από του δωματίου
και του προθάλαμου. Προσπάθησα να το ακολουθήσω ώσπου έφτασα στην πόρτα του
κελαριού. Ο ήχος με οδήγησε εκεί κι έτσι κατάλαβα ότι ερχόταν από κάτω. Είχα
πολύ περιέργεια να δω από πού προερχόταν αυτός ήχος. Σκέφτηκα θα ήταν από τις
κατασκευές του παππού μου. Αμέσως πήγα στο συρτάρι της κουζίνας και πήρα μια
αρμαθιά που είχε αντικλείδι κάθε πόρτας του σπιτιού.

 

Ξεκλείδωσα και χωρίς δισταγμό άνοιξα την πόρτα.
Ναι. Από εκεί κάτω ερχόταν αυτός ο παράξενος ήχος. Αν και δεν ήμουν μικρή όπως
τότε εκείνη την ημέρα πριν τόσα χρόνια ένιωθα την ραχοκοκαλιά μου να
ανατριχιάζει. Όσο κι αν φαινόταν περίεργο, ήταν ο ίδιος ακριβώς χτύπος που είχα
ακούσει εκείνη την χειμωνιάτικη νύχτα που κατέβηκα για πρώτη φορά σε εκείνο το
δωμάτιο.

 

Ακούω μια φωνή πίσω μου.

 

« Τί κάνεις μωρό μου εδώ τέτοια ώρα;»

 

Ο Ρόμπ είχε σηκωθεί από το κρεβάτι καθώς ξύπνησε
και δεν με βρήκε πλάι του.  ... Ο ήχος σταμάτησε.

 

«Έλα να κοιμηθούμε αύριο έχουμε να πάμε βόλτα
και το μεσημέρι θα έρθουν οι μεταφορείς.» Χωρίς να του πω τίποτα έκλεισα την
πόρτα πίσω μου και πήγαμε να κοιμηθούμε.

 

Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε και κατεβήκαμε στην
τραπεζαρία όπου μας περίμενε ένα πλούσιο πρωινό

 

-

 

Καλημέρα Πίτερ. Θα ξύπνησες πολύ πρωί για να
ετοιμάσεις όλα αυτά.

 

-

 

Πολύ πρωί κυρία. Αλλά ξέρετε όσο μεγαλώνει ο
άνθρωπος τόσο λιγότερο ύπνο χρειάζεται.

 

-

 

Λοιπόν αγάπη μου ξέρεις τι θα ήθελα σήμερα. Η
χώρα φημίζεται πολύ έναν θρύλο σας. Θα βοηθούσε κι εσένα να πηγαίναμε μια
εκπαιδευτική εκδρομή, ίσως σε βοηθήσει και στην δουλειά σου.

 

-

 

Πολύ καλή ιδέα Ρόμπ. Ας μην το καθυστερούμε
λοιπόν.

 

Δεν χάσαμε καθόλου καιρό. Πήραμε το αμάξι και
βάλαμε μπρός για την νησίδα Σνάγκοβ όπου διασώζεται σε ένα ερειπωμένο μοναστήρι
κοντά στο Βουκουρέστι ο τάφος του Βλάντ Δράκουλα.

 

Η τοποθεσία θεωρείται στοιχειωμένη και οι
κάτοικοι της περιοχής που μαστίζεται από δεισιδαιμονίες, πιστεύουν πως ο
πρίγκιπας Βλάντ δεν πέθανε ποτέ και πλανιέται στα Καρπάθια αναζητώντας
εκδίκηση. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγινε το ακέφαλο πτώμα του αιμοβόρου άρχοντα
καθώς ο τάφος του είναι άδειος  . . .