Μια αυγή ξημερώνει, ενός χρόνου τυχαίου. Είμαι τόσο κουρασμένος. Μα η καρδιά μου, ειρωνικά, χτυπά ακόμα. Νιώθω τα ρούχα μου, εκείνα που την γύμνια μου κρύβουν, βαριά και ξένα. Και τα χείλη μου, ξερά και σκασμένα. Τα χέρια μου, που το τόσο περήφανο και κοφτερό ακόμα κρατούν σφιγμένο ξίφος μου, είναι από το αίμα λερωμένα. Ο ιδρώτας, το κορμί μου έχει πια λούσει. Μια μυρωδιά νεκρού με περιβάλλει. Είμαι, απλά, εγώ το πτώμα. Και είναι οι πρώτες, του ήλιου οι ακτίνες που προσφέρουν το φως τους στον τόπο γύρω μου. Το πεδίο αυτό της μάχης, το τόσο από την ομίχλη καλυμένο. Εικόνες που γεννήθηκαν μέσα σ'ενα όνειρό μου, τόσο ειλικρινές και σκοτεινό όπως και το υποσυνείδητό μου. Σπίτια πέτρινα και ξύλινες καλύβες, που κάποιας εποχής παλιάς, χωριό μου θυμίζουν. 'Ολα στάχτες, συντρίμια, κομμάτια ενός τοπίου, νεκρά αφημένα. Ο καπνός, με αρμονικες, ειρωνικες κινήσεις, λινκιζεται και χάνεται στη θάλασσα τ'ουρανού, που το χρώμα του, ξεκινά μόλις τώρα ν'ανοίγει. Κανείς, γύρω μου πουθενά. Τ'άλογό μου, το'χω χάσει. Που είναι οι συμπολεμιστές μου; Νεκροί ίσως να έπεσαν σ'αυτήν εδώ τη μάχη. Μα είναι και τόσο περίεργο συνάμα. Δεν με θυμάμαι να πολεμώ. Και αυτά τα ρούχα, δεν μου ταιριάζουν. Δεν είναι η εποχή μου. Δεν είναι ο κόσμος μου. Ή μήπως και να είναι; Μα τι μου συμβαίνει; Μπροστά στα μάτια μου, απλώνεται ενός κρανίου τόπος. Μα των νεκρών τα σώματα δεν υπάρχουν. Και αυτή η γη, μοιάζει να με γνωρίζει. Τη νιώθω να με μεγάλωσε και να μου έχει προσφέρει το είναι μου. Μα είναι τόσο άγνωστη πια για εμένα. Τούτη εδώ η γη, δεν μοιάζει από αίμα να'ναι χορτασμένη ή τόσο φρικτά διψασμένη. Κι όμως, το σπαθί μου, λουσμένο στο αίμα είναι. Σε ποιον ανήκει αυτό το αίμα; Ποιόν να πολεμούσα; Το μυαλό μου, ακόμα θωλό και η μνήμη μου ξεθωριασμένη. Εδώ δεν υπάρχει κανείς. Μάλλον, ποτέ κανείς δεν υπήρξε. Στο νου μου, τώρα έρχονται μάχες, εικόνες απ'των βιβλίων της ιστορίας θα'ναι βγαλμένες. Και εγώ που πάντα ονειρευόμουν τον παράδεισο σαν μια τεράστια βιβλιοθήκη, να'μαι καταδικασμένος βιβλίο της, ποτέ να μην δύναμαι να διαβάσω. Αυτή τότε, πρέπει να είναι η κόλασή μου. Βάρβαροι, Μογγολοί, Ρωμάιοι και Έλληνες. Σπαθιά και σώματα που με βία χτυπούσαν το'να τ'άλλο. Και τα ξίφη τους, λεπίδες κοφτερές που στο αίμα κολυμπούσαν, σκορπούσαν το θάνατο και την αχώριστή του σύντροφο, την φρίκη. Αυτοκρατορίες που άκμασαν για να παρακμάσουν. Αυτό είναι το δίδαγμα της ιστορίας. Είμαι μήπως και εγώ, κάποιας, τάδε αυτοκρατορίας στρατιώτης; Ισως ενας σταυροφορος ή και ξεμπαρκος πειρατής Σαρακινος. Η στολή μου, όμως, χρώμα και διακριτικά δεν έχει. Δεν ξέρω πια τι είμαι και σε πια στρατιά ανήκω. Και τώρα... Από την μάχη τόσο κουρασμένος. Εγώ, μου μιλώ για εμένα. Χάνομαι στον καπνό αυτό των λέξεών μου. Δεν υπάρχουν ούτε πια και οι ήχοι. Οι λέξεις μου, τώρα ειναι άχρωμες μόνο είκονες. Ψάχνω κάτι σε τούτη τη μοναξιά, που γύρω μου ακόμα υπάρχει. Μα στην διαδρομή μου αυτή, βρίσκω ειρωνικά, και πάλι, μόνο τα βήματά μου...