Δ Ι Α Θ Ε Σ Η  -  Φ Υ Γ Η Σ.


****************************



Βγήκε απο το σπίτι χωρίς να την πάρει είδηση κανείς.


Ο Νικήτας κομόταν του καλού καιρού.


Προχωρούσε μέσα στην νύχτα-ήταν και πέντε η ώρα το πρωί, αλλά αργούσε ακόμα να ξημερώσει- δίχως να αισθανθεί τον παραμικρό κίνδυνο απο την απόλυτη σιωπή και ερημιά.


Κατηφόρισε μέχρι το Αλσος Παγκρατίου.


Στην πιάτσα δυο ταξί ήτανε αραγμένα κι οι οδηγοί τους προσπαθούσαν να ξυπνήσουν πίνοντας καφέ και καπνίζοντας.


Μπήκε μέσα στο πρώτο ταξί και είπε στον οδηγό "Στο σταθμό των υπεραστικών λεοφωρείων στην Λιοσίων παρακαλώ".


Δεν ήταν σε θέση να πάρει το αυτοκίνητό της γι αυτό είπε να πάει με το λεωφορείο.


Ενα λεωφορείο που θα την πήγαινε πάλι στην πατρίδα της την Κατερίνη κοντά στους δικούς της και να αφήσει πίσω της την αμαρτωλή ζωή και τα μεγαλεία που της είχε υποσχεθεί ο Νικήτας.


Ακριβώς πάνω στην ώρα που ξεκινούσε το λεωφορείο έφτασε στο σταθμό. Επιβιβάστηκε και έπιασε μια θέση δεξιά σε ένα παράθυρο ενώ έβαλε στο διπλανό της κάθισμα μια τσάντα για να αποτρέψει κάποιον να έρθει να κάτσει κοντά της. Δεν είχε διάθεση για κουβέντες.


Το λεωφορείο ξείνησε με ελάχιστους επιβάτες κάτι γέρους άνω των 70 κάτι γριούλες γύρω στα 80 και μερικούς φαντάρους που μάλλον πήγαιναν στις μονάδες τους.


                    Συνεχίζεται...